- πηρίν
- πηρίν or [full] πηρίς (both forms in Choerob. in An.Ox.2.248), ῖνος, ἡ,A scrotum, Nic.Th.586, Antig. ap. Erot. (not found in text of Hp.);
ἐλάφου πηρίς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλάφου πηρίς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηρίν — και πηρίς, ῑνος, ἡ, Α ο σάκος τών όρχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα ίν/ ίς (πρβλ. γλωχ ίν/ ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ ίν/ ίς: ῥήγνυμι, σταμ ῖνες: ἵστημι, στάμ νος)] … Dictionary of Greek
πηρίνα — ἡ, Α 1. το περίνεο, η περιοχή τού κάτω μέρους τού σώματος, η οποία αντιστοιχεί με το κάτω στόμιο τής πυέλου 2. η έδρα, τα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πηρίς / πηρίν. Η σημ. τής λ. προήλθε πιθ. υπό την επίδραση τού τ. περίνεον] … Dictionary of Greek